- κηρεσιφόρος
- κηρεσι-φόρος, Tod, Verderben bringend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηρεσιφόρος — κηρεσιφόρος, ον (Μ) θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρεσι (< κήρ [Ι]) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, υπνο φόρος] … Dictionary of Greek
κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… … Dictionary of Greek